Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

επιτρέψτε μου να

  • 1 вопрос

    вопрос м 1) η ερώτηση разрешите задать \вопрос επιτρέψτε μου (να κάνω) μια ερώτηση отвечать на \вопрос απαντώ στην ερώτηση 2) (дело. проблема) το ζήτημα, το πρόβλημα серьёзный \вопрос το σοβαρό πρόβλημα' \вопрос не в этом δεν πρόκειται γι' αυτό ◇ это ещё \вопрос δεν είναι ακόμη γνωστό
    * * *
    м
    1) η ερώτηση

    разреши́те зада́ть вопро́с — επιτρέψτε μου (να κάνω) μια ερώτηση

    отвеча́ть на вопро́с — απαντώ στην ερώτηση

    2) (дело, проблема) το ζήτημα, το πρόβλημα

    серьёзный вопро́с — το σοβαρό πρόβλημα

    вопро́с не в э́том — δεν πρόκειται γι; αυτό

    ••

    э́то ещё вопро́с — δεν είναι ακόμη γνωστό

    Русско-греческий словарь > вопрос

  • 2 дать

    дать 1) в разн. знач. δίνω дайте, пожалуйста... δώστε, παρακαλώ... дайте им знать ειδοποιείστε τους \дать согласие συμφωνώ \дать концерт δίνω κοντσέρτο; \дать обед παραθέτω γεύμα 2) (разрешить) αφήνω, επιτρέπω дайте мне пройти επιτρέψτε μου να περάσω
    * * *
    1) в разн. знач. δίνω

    да́йте, пожа́луйста... — δώστε, παρακαλώ…

    да́йте им знать — ειδοποιείστε τους

    дать согла́сие — συμφωνώ

    дать конце́рт — δίνω κοντσέρτο

    дать обе́д — παραθέτω γεύμα

    2) ( разрешить) αφήνω, επιτρέπω

    да́йте мне пройти́ — επιτρέψτε μου να περάσω

    Русско-греческий словарь > дать

  • 3 позволить

    позволить, позволять επιτρέπω· позвольте мне... επιτρέψτε μου να...
    * * *
    = позволять

    позво́льте мне… — επιτρέψτε μου να…

    Русско-греческий словарь > позволить

  • 4 пригласить

    пригласить, приглашать προσκαλώ, καλώ· разрешите пригласить вас επιτρέψτε μου να σας καλέσω
    * * *
    = приглашать
    προσκαλώ, καλώ

    разреши́те пригласи́ть вас — επιτρέψτε μου να σας καλέσω

    Русско-греческий словарь > пригласить

  • 5 разрешить

    разрешить 1) (позволить) επιτρέπω, αφήνω· \разрешитьте пройти επιτρέψτε μου να περάσω 2) (решить) λύ(ν)ω
    * * *
    1) ( позволить) επιτρέπω, αφήνω

    разреши́те пройти́ — επιτρέψτε μου να περάσω

    2) ( решить) λύ(ν)ω

    Русско-греческий словарь > разрешить

  • 6 спросить

    спросить 1) ρωτώ· разрешите \спросить επιτρέψτε μου να ρωτήσω 2) απαιτώ (потребовать)
    * * *

    разреши́те спроси́ть — επιτρέψτε μου να ρωτήσω

    Русско-греческий словарь > спросить

  • 7 разрешить

    -шу, -шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разрешенный, βρ: -шен, -пгена, -о
    1. ρ.σ.μ.
    επιτρέπω, δίνω άδεια• αφήνω•

    разрешить беспрепятственный вход и выход επιτρέπω ελεύθερατην είσοδο και έξοδο•

    разрешить пить вино επιτρέπωνα πιει κρασί.

    2. λύνω, δίνω λύση•

    разрешить вопрос λύνω το ζήτημα•

    разрешить спор λύνω τη διαφορά.

    || διευθετώ, διακανονίζω, επιλύω•

    разрешить противоречия επιλύω τις αντιθέσεις.

    || απαλλάσσω• αποδεσμεύω• απελευθερώνω•

    разрешить кого–нибудь от обязательства απαλλάσσω κάποιον από τις υποχρεώσεις.

    3. (προστκ.) -й(те) επίτρεψε, επιτρέψτε•

    -йте пройти επιτρέψτε μου (αφήστεμε) να περάσω.

    4. παλ. θεραπεύω, επαναφέρω (όραση, ακοή, ομιλία). || μτφ. λύνω•

    разрешить молчание λύω τη σιωπή.

    1. λύνομαι•

    вопрос -йлся το ζήτημα λύθηκε.

    || διαλύομαι•

    сомнения -лись οι αμφιβολίες διαλύθηκαν.

    2. περατώνομαι, τελειώνω•

    дело -лось η υπόθεσητέλειωσε.

    || τερματίζομαι, καταλήγω•
    болознь -лась кризисом η άρρωστεια κατέληξε σε κρίση.
    4. γεννώ, λευτερώνομαι•

    ока -ла.сь от бремени αυτή γέννησε (λευτερώθηκε από το κοιλιακό βάρος).

    || δημιουργώ, φτιάχνω (μετά από μακρές προσπάθειες).

    Большой русско-греческий словарь > разрешить

  • 8 позволить

    -лю, -лишь ρ.σ.
    1. επιτρέπω, δινω άδεια•

    я -ил ему уехать του επέτρεψα να φύγει•

    никому не -лю δε θα επιτρέψω σε κανένα.

    2. (1ο и 2ο πρόσ. δεν έχει) δίνω τη δυνατότητα•

    здоровье не -ла мне приехать η υγεία δε μου επέτρεψε να έρθω.

    3. προστκ. позволь(те) мне (για αντίρρηση, διαφων ία κ.τ.τ.)
    επιτρέψτε μου.
    εκφρ.
    позволить себе – α) επιτρέπω στον εαυτό μου (για συμπεριφορά), β) είμαι σε θέση (να πράξω κάτι).

    Большой русско-греческий словарь > позволить

  • 9 закуривать

    закуривать, закурить ανά βω' \закуривать сигарету ανάβω τσιγά ρο разрешите закурить επι τρέψτε μου να καπνίσω
    * * *
    = закурить

    заку́ривать сигаре́ту — ανάβω τσιγάρο

    разреши́те закури́ть — επιτρέψτε μου να καπνίσω

    Русско-греческий словарь > закуривать

  • 10 позволение

    ουδ.
    άδεια, έγκριση•

    уехать без -я φεύγω χωρίς άδεια•

    просить -я ζητώ άδεια•

    дать позволение δίνω άδεια.

    || επιτρέπω•

    получить позволение παίρνω άδεια.

    εκφρ.
    с -я сказать – (παρνθ. λ.) με την άδεια σας να πω, επιτρέψτε μου να πω.

    Большой русско-греческий словарь > позволение

  • 11 прикурить

    ρ.σ.μ. ανάβω το τσιγάρο ή ανάβω το τσιγάρο από άλλο τσιγάρο•

    позвольте -!

    επιτρέψτε μου
    ανάψω το τσιγάρο!•

    прикурить от папиросы ανάβω το τσιγάρο από άλλο τσιγάρο.

    Большой русско-греческий словарь > прикурить

  • 12 рекомендовать

    -дую, -дуешь
    ρ.δ.κ.σ.μ.
    1. συσταίνω, συνιστώ•

    рекомендовать служащего δίνω συστάσεις για τον υπάλληλο,.

    2. συμβουλεύω, παραινώ, συσταίνω
    - συνιστώ•

    -дую вам быть осторожнее σας συνιστώ να είστε προσεχτικότεροι? доктор -ал это лекарство ο γιατρός τό δο-σε αυτό το φάρμακο.

    3. γνωρίζω κάποιον με άλλον•

    он -ал его своим другом τον σύστησε για παλαιό του φίλο.

    1. συσταίνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. αυτοσυσταίνομαι•

    позвольте мне рекомендовать επιτρέψτε μου να αυτοσυσταθώ.

    Большой русско-греческий словарь > рекомендовать

  • 13 ручка

    θ.
    1. χεράκι.
    2. λαβή, χερούλι•

    -чемодана η λαβή της βαλίτσας.

    3. βλ. подлокотник.
    4. κονδυλοφόρος.
    εκφρ.
    автоматическая ручкаβλ. авторучка; до -и (απλ.) σε αδιέξοδο (φέρω, οδηγώ)•
    под -у – αγκαζέ, αλα-μπράτσα•
    подойти к -еπαλ. πλησιάζω να φιλήσω το χέρι•
    επιτρέψτε μου να φιλήσω το χέρι σας.

    Большой русско-греческий словарь > ручка

См. также в других словарях:

  • κυβισμός — Καλλιτεχνικό κίνημα, που εκφράστηκε κυρίως μέσω της ζωγραφικής. Παρουσιάστηκε στη Γαλλία κατά την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., με πρωτοπόρους τους ζωγράφους Πάμπλο Πικάσο, Ζορζ Μπρακ, Χουάν Γκρι και Φερνάν Λεζέ. Συνίσταται στην απεικόνιση των… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»