-
1 вопрос
вопрос м 1) η ερώτηση разрешите задать \вопрос επιτρέψτε μου (να κάνω) μια ερώτηση отвечать на \вопрос απαντώ στην ερώτηση 2) (дело. проблема) το ζήτημα, το πρόβλημα серьёзный \вопрос το σοβαρό πρόβλημα' \вопрос не в этом δεν πρόκειται γι' αυτό ◇ это ещё \вопрос δεν είναι ακόμη γνωστό* * *м1) η ερώτησηразреши́те зада́ть вопро́с — επιτρέψτε μου (να κάνω) μια ερώτηση
отвеча́ть на вопро́с — απαντώ στην ερώτηση
2) (дело, проблема) το ζήτημα, το πρόβλημαсерьёзный вопро́с — το σοβαρό πρόβλημα
вопро́с не в э́том — δεν πρόκειται γι; αυτό
••э́то ещё вопро́с — δεν είναι ακόμη γνωστό
-
2 дать
дать 1) в разн. знач. δίνω дайте, пожалуйста... δώστε, παρακαλώ... дайте им знать ειδοποιείστε τους \дать согласие συμφωνώ \дать концерт δίνω κοντσέρτο; \дать обед παραθέτω γεύμα 2) (разрешить) αφήνω, επιτρέπω дайте мне пройти επιτρέψτε μου να περάσω* * *1) в разн. знач. δίνωда́йте, пожа́луйста... — δώστε, παρακαλώ…
да́йте им знать — ειδοποιείστε τους
дать согла́сие — συμφωνώ
дать конце́рт — δίνω κοντσέρτο
дать обе́д — παραθέτω γεύμα
2) ( разрешить) αφήνω, επιτρέπωда́йте мне пройти́ — επιτρέψτε μου να περάσω
-
3 позволить
позволить, позволять επιτρέπω· позвольте мне... επιτρέψτε μου να...* * *= позволятьпозво́льте мне… — επιτρέψτε μου να…
-
4 пригласить
пригласить, приглашать προσκαλώ, καλώ· разрешите пригласить вас επιτρέψτε μου να σας καλέσω* * *= приглашатьπροσκαλώ, καλώразреши́те пригласи́ть вас — επιτρέψτε μου να σας καλέσω
-
5 разрешить
разрешить 1) (позволить) επιτρέπω, αφήνω· \разрешитьте пройти επιτρέψτε μου να περάσω 2) (решить) λύ(ν)ω* * *1) ( позволить) επιτρέπω, αφήνωразреши́те пройти́ — επιτρέψτε μου να περάσω
2) ( решить) λύ(ν)ω -
6 спросить
спросить 1) ρωτώ· разрешите \спросить επιτρέψτε μου να ρωτήσω 2) απαιτώ (потребовать)* * *1) ρωτώразреши́те спроси́ть — επιτρέψτε μου να ρωτήσω
2) απαιτώ ( потребовать) -
7 разрешить
-шу, -шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разрешенный, βρ: -шен, -пгена, -о1. ρ.σ.μ.επιτρέπω, δίνω άδεια• αφήνω•разрешить беспрепятственный вход и выход επιτρέπω ελεύθερατην είσοδο και έξοδο•
разрешить пить вино επιτρέπωνα πιει κρασί.
2. λύνω, δίνω λύση•разрешить вопрос λύνω το ζήτημα•
разрешить спор λύνω τη διαφορά.
|| διευθετώ, διακανονίζω, επιλύω•разрешить противоречия επιλύω τις αντιθέσεις.
|| απαλλάσσω• αποδεσμεύω• απελευθερώνω•разрешить кого–нибудь от обязательства απαλλάσσω κάποιον από τις υποχρεώσεις.
3. (προστκ.) -й(те) επίτρεψε, επιτρέψτε•-йте пройти επιτρέψτε μου (αφήστεμε) να περάσω.
4. παλ. θεραπεύω, επαναφέρω (όραση, ακοή, ομιλία). || μτφ. λύνω•разрешить молчание λύω τη σιωπή.
1. λύνομαι•вопрос -йлся το ζήτημα λύθηκε.
|| διαλύομαι•сомнения -лись οι αμφιβολίες διαλύθηκαν.
2. περατώνομαι, τελειώνω•дело -лось η υπόθεσητέλειωσε.
|| τερματίζομαι, καταλήγω•болознь -лась кризисом η άρρωστεια κατέληξε σε κρίση.4. γεννώ, λευτερώνομαι•ока -ла.сь от бремени αυτή γέννησε (λευτερώθηκε από το κοιλιακό βάρος).
|| δημιουργώ, φτιάχνω (μετά από μακρές προσπάθειες). -
8 позволить
-лю, -лишь ρ.σ.1. επιτρέπω, δινω άδεια•я -ил ему уехать του επέτρεψα να φύγει•
никому не -лю δε θα επιτρέψω σε κανένα.
2. (1ο и 2ο πρόσ. δεν έχει) δίνω τη δυνατότητα•здоровье не -ла мне приехать η υγεία δε μου επέτρεψε να έρθω.
3. προστκ. позволь(те) мне (για αντίρρηση, διαφων ία κ.τ.τ.)επιτρέψτε μου.εκφρ.позволить себе – α) επιτρέπω στον εαυτό μου (για συμπεριφορά), β) είμαι σε θέση (να πράξω κάτι). -
9 закуривать
закуривать, закурить ανά βω' \закуривать сигарету ανάβω τσιγά ρο разрешите закурить επι τρέψτε μου να καπνίσω* * *= закуритьзаку́ривать сигаре́ту — ανάβω τσιγάρο
разреши́те закури́ть — επιτρέψτε μου να καπνίσω
-
10 позволение
-я ουδ.άδεια, έγκριση•уехать без -я φεύγω χωρίς άδεια•
просить -я ζητώ άδεια•
дать позволение δίνω άδεια.
|| επιτρέπω•получить позволение παίρνω άδεια.
εκφρ.с -я сказать – (παρνθ. λ.) με την άδεια σας να πω, επιτρέψτε μου να πω. -
11 прикурить
ρ.σ.μ. ανάβω το τσιγάρο ή ανάβω το τσιγάρο από άλλο τσιγάρο•позвольте -!
επιτρέψτε μουανάψω το τσιγάρο!•прикурить от папиросы ανάβω το τσιγάρο από άλλο τσιγάρο.
-
12 рекомендовать
-дую, -дуешьρ.δ.κ.σ.μ.1. συσταίνω, συνιστώ•рекомендовать служащего δίνω συστάσεις για τον υπάλληλο,.
2. συμβουλεύω, παραινώ, συσταίνω- συνιστώ•-дую вам быть осторожнее σας συνιστώ να είστε προσεχτικότεροι? доктор -ал это лекарство ο γιατρός τό δο-σε αυτό το φάρμακο.
3. γνωρίζω κάποιον με άλλον•он -ал его своим другом τον σύστησε για παλαιό του φίλο.
1. συσταίνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.2. αυτοσυσταίνομαι•позвольте мне рекомендовать επιτρέψτε μου να αυτοσυσταθώ.
-
13 ручка
-и θ.1. χεράκι.2. λαβή, χερούλι•-чемодана η λαβή της βαλίτσας.
3. βλ. подлокотник.4. κονδυλοφόρος.εκφρ.автоматическая ручка – βλ. авторучка; до -и (απλ.) σε αδιέξοδο (φέρω, οδηγώ)•под -у – αγκαζέ, αλα-μπράτσα•подойти к -е – παλ. πλησιάζω να φιλήσω το χέρι•пожалуйте -у – παλ.επιτρέψτε μου να φιλήσω το χέρι σας.
См. также в других словарях:
κυβισμός — Καλλιτεχνικό κίνημα, που εκφράστηκε κυρίως μέσω της ζωγραφικής. Παρουσιάστηκε στη Γαλλία κατά την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., με πρωτοπόρους τους ζωγράφους Πάμπλο Πικάσο, Ζορζ Μπρακ, Χουάν Γκρι και Φερνάν Λεζέ. Συνίσταται στην απεικόνιση των… … Dictionary of Greek